- σανιδώνω
- [-ώ (ο)] μετ. настилать (пол и т. п.); обшивать досками
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σανιδώνω — σανιδῶ, όω, ΝΑ [σανίς, ίδος] επικαλύπτω μια επιφάνεια με σανίδες, στρώνω με σανίδια … Dictionary of Greek
σανιδώνω — σανίδωσα, σανιδώθηκα, σανιδωμένος, σκεπάζω με σανίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σανίδωμα — το, ΝΑ [σανιδῶ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σανιδώνω, η επίστρωση, η επικάλυψη με σανίδες, σανίδωση 2. συνεκδ. α) πάτωμα από σανίδες β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την επίστρωση πατώματος αρχ. 1. (ιδίως) το κατάστρωμα πλοίου («τῶν … Dictionary of Greek
σανίδωση — η, Ν [σανιδώνω] το σανίδωμα … Dictionary of Greek